dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
τα βγάζω πέρα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zurechtkommen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
τα βγάζω πέρα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
auskommen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
τα βγάζω πέρα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
über die Runden kommen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)